- θαρρεύω
- (Μ θαρρεύω και θαρρεύγω)1. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, τολμώ («θαρρεύωσαν λεοντάρι άναψα», Κρυστ.)2. θαρρώ, νομίζω, υποθέτω, πιστεύω («θάρρεψα πως θα 'ρχόσουνα»)3. μέσ. θαρρεύομαιεμπιστεύομαι κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («δεν θαρρεύομαι σε κανέναν»)4. μέσ. παίρνω ή έχω θάρρος, ξεθαρρεύομαιμσν.1. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον, τού δίνω θάρρος («ἡ ἀφεντιά σου ἐθάρρεψε στὰ πλήθη τοῦ φουσσάτου», Χρον.Mop.2. (ενεργ. και μέσ.) (μτθ.) εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον (α. «θάρρεψέ μου το νὰ ζεῖς», Στάθ.β. «μὴ δειλιᾶς, θαρρέψου το κι ἐμένα», Θυσ. Αβρ.)3. (μτβ.) ενθαρρύνω, δίνω θάρρος σε κάποιον («νά μᾶς θαρρεύσει [ο Απόστολος] περισσότερον»)4. (η μτχ. παρκμ. ως επίθ.) θαρρεμένος, -η, -ονα) άφοβοςβ) σίγουρος («τοῦτο ἄς εἶσαι θαρρεμένη κι ἔχε πληροφορία», Δημ.Τρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θάρρος. Για τη σημ. βλ. λ. θαρρώ].
Dictionary of Greek. 2013.